- παραλήρησις
- παραλήρησιςravingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλήρησις — ἡ, Α [παραληρώ] ελαφρά ή πρόσκαιρη παραφροσύνη … Dictionary of Greek
παραληρήσει — παραλήρησις raving fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραληρήσεϊ , παραλήρησις raving fem dat sg (epic) παραλήρησις raving fem dat sg (attic ionic) παραληρέω talk nonsense aor subj act 3rd sg (epic) παραληρέω talk nonsense fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληρήσεις — παραλήρησις raving fem nom/voc pl (attic epic) παραλήρησις raving fem nom/acc pl (attic) παραληρέω talk nonsense aor subj act 2nd sg (epic) παραληρέω talk nonsense fut ind act 2nd sg παραληρέω talk nonsense aor subj act 2nd sg (epic) παραληρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληρήσεως — παραληρήσεω̆ς , παραλήρησις raving fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)